- κεκλῇσθαι
- κλείω 1shutperf inf mp (attic)κλῄζω 1make famousperf inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκλῆσθαι — καλέω call perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρκώ — καταρκῶ, έω (Α) 1. είμαι πολύ επαρκής, είμαι πλήρως αρκετός («ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει», Ευρ.) 2. απρόσ. καταρκεῑ είναι αρκετό, φτάνει («καταρκεῑ τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρκῶ «είμαι αρκετός»] … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek